αφόρετος

αφόρετος
αφόρετος, -η, -ο και αφόρηγος, -η, -ο
1. αυτός που δεν έχει φορεθεί, ο άβαλτος: Έχεις κι ένα κουστούμι αφόρετο.
2. αυτός που δεν είναι για να φορεθεί: Όπως σου το 'κανε το ρούχο είναι αφόρετο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αφόρετος — η, ο [αφόρητος] (για ρούχα) 1. αυτός που δεν έχει φορεθεί ακόμη, αμεταχείριστος 2. ακατάλληλος να φορεθεί …   Dictionary of Greek

  • άβαλτος — η, ο [βαλτός] 1. αυτός που δεν έχει βαλθεί, τοποθετηθεί στη θέση για την οποία προορίζεται 2. (για φυτά, δέντρα) αφύτευτος 3. (για ενδύματα ή υποδήματα) αμεταχείριστος, αφόρετος 4. μτφ. αυτός που ενεργεί αυτόβουλα, χωρίς να είναι όργανο κάποιου… …   Dictionary of Greek

  • αφόρητος — η, ο (AM ἀφόρητος, ον) ανυπόφορος, αβάσταχτος αρχ. 1. ακαταμάχητος 2. αφόρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φορητός < φορώ ( έω) < φέρω] …   Dictionary of Greek

  • άβαλτος — η, ο 1. αυτός που δεν τον έβαλαν να κάνει κάτι: Ό,τι έκαμε το έκαμε άβαλτος, όχι βαλτός. 2. αφόρετος, αμεταχείριστος: Τα ρούχα που φόρεσε ήταν άβαλτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”